- θυμός
- Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10-12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον μέγιστο όγκο και το βάρος του μπορεί να φτάσει περίπου τα 40 γρ. Από εκεί και πέρα υποστρέφει προοδευτικά, ώσπου φτάνει σε πλήρη ατροφία κατά τη γεροντική ηλικία. H σπουδαιότερη λειτουργία του θ. είναι η αμυντική κατά των λοιμώξεων. Από αυτόν παράγονται τα αρχικά λεμφοειδή κύτταρα, που αποικίζουν τα λεμφογάγγλια και τη σπλήνα. Από τα κύτταρα αυτά τελικά παράγονται τα πλασματοκύτταρα, τα οποία παράγουν τα αντισώματα κατά των μικροβίων, των ιών, των μοσχευμάτων και γενικά κάθε ξένης ουσίας.
H λειτουργία της ορμόνης του θ. δεν είναι απολύτως γνωστή, αλλά πιστεύεται, από πολυάριθμα πειράματα που έγιναν σε μαστοφόρα, ότι επεμβαίνει στη ρύθμιση της ανάπτυξης του σώματος και του σκελετού, καθώς επίσης και στη διανοητική κατάσταση και στον ψυχισμό. H αυξημένη λειτουργία του, η οποία περιγράφεται ως υπερθυμικό σύνδρομο από τον Πέντε, χαρακτηρίζεται από παχυσαρκία και υπογοναδισμό, που εκδηλώνεται στην ηλικία περίπου των 9-10 ετών. Αυτό αποδεικνύει και την ανταγωνιστική δράση μεταξύ θ. και γεννητικών αδένων, καθώς το φαινόμενο της ήβης καθυστερείται και εμποδίζεται στα άτομα που ο θ. υπερλειτουργεί. Ένας υπερβολικά ογκώδης θ. προκαλεί και μηχανικά συμπτώματα στην αναπνοή, πιέζοντας τις μεγάλες αναπνευστικές οδούς.
Έχει περιγραφεί αιφνίδιος θάνατος που αποδίδεται σε υπερβολική αύξηση του θ. αδένα.
Μετωπική όψη του θύμου: 1) θύμος· 2) δεξιός πνεύμονας· 3) στέρνο σε τομή και ανυψωμένο· 4) αριστερός πνεύμονας· 5) περικάρδιο.
* * *ο (ΑΜ θυμός)νευρική έξαψη που εκδηλώνεται με βίαιες κινήσεις, με ύψωση τού τόνου τής φωνής και άλλους τρόπους, οργή, αγανάκτηση («όταν τόν πιάσει ο θυμός, δεν ξέρει τί κάνει»)νεοελλ.1. (ψυχιατρ.) ο ψυχικός ή νευροψυχικός τόνος, η αόριστη κατάσταση τής ψυχικής ευδιαθεσίας ή αδιαθεσίας2. φρ. «έχει πάλι τους θυμούς του» — έχει τα νεύρα του3. παροιμ. α) «ο θυμός μάτια δεν έχει» — ο θυμός τυφλώνει τον άνθρωποβ) «θυμός τού χωριάτη, ζημιά τού πουγγιού του» — ο θυμός ενός απερίσκεπτου ανθρώπου τού επιφέρει οικονομική ζημιάμσν.1. πολεμικό μένος, μανία2. δηλητήριο («θυμὸς τών ὀφιῶν»)3. καταστροφή («ἐστράφη κ' εἶδεν τὸν θυμόν»)4. φρ. α) «ἀνεβάζω θυμόν» και «ἀνεβαίνω εἰς θυμόν» — θυμώνωβ) «θυμὸς τῆς θάλασσας» — θαλασσοταραχήγ) «ἀπὸ θυμοῡ» — πρόθυμαμσν.-αρχ.1. επιθυμία, κλίση, πόθος, όρεξη2. ψυχική διάθεσηαρχ.1. η ψυχή, το πνεύμα, το στοιχείο τής ζωής, τής αισθήσεως ή τής σκέψεως, ιδίως τών ισχυρών αισθημάτων και παθών («θυμὸν έκπνέων», Πλάτ.)3. το θάρρος, η ζωτική δύναμη τού ανθρώπου («τείρετο δ' ἀνδρῶν θυμός» — λιγόστευε το θάρρος, η δύναμη, η διάθεση τών ανδρών, Ομ. Οδ.)4. η καρδιά («πάτασσε θυμός» — χτυπούσε δυνατά η καρδιά, Ομ. Ιλ.)5. «θυμός εγγίγνεται» — έχω διάθεση να..., Ιπποκρ.)6. ιδιοσυγκρασία7. φρόνημα8. τόλμη, θάρρος9. (φιλοσ.) α) επιθυμία, κατ' αντίθ. προς το λόγοςβ) πάθος, συγκίνηση, κατ' αντίθ. προς το λογισμός10. η καρδιά ως έδρα τών ηπιότερων αισθημάτων χαράς ή λύπης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από μορφικής απόψεως φαίνεται να συνδέεται με το λατ. fumus, το αρχ. ινδ. dhūma- και το αρχ. σλαβ. dymŭ, όλα με τη σημασία «καπνός», αναγόμενο σε ΙE *dhw-m < *dhw-, μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *dheu- «διασκορπίζω, στροβιλίζω» + παρέκταση -m- (πρβλ. και θύω , [ΙΙ]). Μια τέτοια σύνδεση, όμως, μολονότι ενισχύεται από την ύπαρξη τού [i]θυμιώ, που θα μπορούσε να προκύπτει από ένα αμάρτυρο *θυμός «καπνός», προϋποθέτει πολύ περίπλοκη σημασιολογική εξέλιξη τής λ. Έτσι θεωρείται μάλλον ότι η λ. προήλθε πιθ. από το συγγενές ρ. θύω (ΙΙ) «ορμώ με μανία», που ταιριάζει σημασιολογικά, ενώ όσοι τό συνδέουν απευθείας με τα fumu, dhūma, dymŭ υποστηρίζουν ότι πιθ. το θύω (ΙΙ) επηρέασε απλώς τη σημασιολογική εξέλιξη τού θυμός.ΠΑΡ. θυμικός, θυμώδης (ΙΙ), θυμώνω (-ώ )αρχ.[i]θυμαίνω, θυμίδιον, θυμόεις, θυμούμαι (I)μσν.- νεοελλ.θυμίζωνεοελλ.θυμάμαι, θυμάω, θυμούμαι (ΙΙ), θυμώ (ΙΙ).ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θυμηδία, θυμοειδής, θυμοσοφικός, θυμόσοφοςαρχ.θυμάγροικος, θυμαλγής, θυμαρής, θυμάρμενος, θυμαρώ, θυμηγερώ, θυμηδώ, θυμοβαρής, θυμοβαρώ, θυμοδακής, θυμοκάτοχος, θυμοκατοχώ, θυμολέαινα, θυμολεοντοφθόρος, θυμολέων, θυμολιπής, θυμόμαντις, θυμομαχία, θυμομαχώ, θυμοπληθής, θυμοποιώ, θυμοραϊστής, θυμοτερπής, θυμοφθόρος, θυμοφθορώ, θυμοφονώαρχ.-μσν.θυμηδής, θυμήρηςμσν.θυμοβολώ, θυμόδοξος, θυμοκράτωρ, θυμοκτόνος, θυμολευστώ, θυμοσοφώ, θυμοτολμίανεοελλ.θυμοσοφία. (Β' συνθετικό) άθυμος, απρόθυμος, βαρύθυμος, δύσθυμος, έκθυμος, εύθυμος, κακόθυμος, μακρόθυμος, μεγάθυμος, μεγαλόθυμος, μικρόθυμος, ομόθυμος, οξύθυμος, πρόθυμος, ράθυμος, υπερεύθυμοςαρχ.αγλαόθυμος, αγριόθυμος, αελλησίθυμος, αλγεόθυμος, αλγεσίθυμος, ανδρειόθυμος, ανθρωπόθυμος, αρσενόθυμος, βορβορόθυμος, γλυκύθυμος, γυναικόθυμος, δακέθυμος, δηξίθυμος, δίθυμος, διχόθυμος, ένθυμος, επίθυμος, ερίθυμος, εχέθυμος, ηπιόθυμος, θηρόθυμος, θρασύθυμος, ισόθυμος, κακεπίθυμος, καρτερόθυμος, κατεπίθυμος, μειλιχόθυμος, νηλεόθυμος, νοσόθυμος, οβριμόθυμος, ολβιόθυμος, ουλόθυμος, παντεπίθυμος, περίθυμος, πραΰθυμος, πυρίθυμος, τλήθυμος, χαλκεόθυμος, ωλεσίθυμος, ωμόθυμος].
Dictionary of Greek. 2013.